Μαγικό σαλέπι

Μαγικό σαλέπι

Μαγικό σαλέπι ή γιατρικό;

Της Νατάσσας Καραμανλή

Μαγικό Σαλέπι, το μικρό κορίτσι έβηξε δυνατά  και τα ματάκια της θόλωσαν από τα δάκρυα.

Έβαλε το χέρι στο κεφάλι της κι αναστέναξε.

Η γιαγιά  έτρεξε γρήγορα στο πλάι της και της κράτησε στοργικά το χέρι.

-Σώπα κοκόνα μου, θα περάσει. Ένα άσχημο κρύωμα είναι. Θα δεις.

Το κορίτσι χαμογέλασε και σκέφτηκε πως αγαπούσε πολύ τη γιαγιά της.

Πληθωρική και φουριόζα, είχε πάντα το σωστό λόγο να της πει και τα κατάλληλα γιατροσόφια για να την γιατρέψει.

Της είχε εμπιστοσύνη, γιατί έδινε πάντα λύση στα προβλήματα των άλλων και αυτό τη γέμιζε χαρά και ενέργεια.

Είχε μεγαλώσει στην Πόλη και η κουζίνα ήταν το βασίλειο της. Σε εκείνο το μαγικό μέρος, η γιαγιά ανάσταινε όλες τις παλιές συνταγές της νιότης της. Όλες τις μνήμες που κουβαλούσε σαν πολύτιμους θησαυρούς  μέσα στα φυλλοκάρδια της και τους μετουσίωνε σε αριστουργηματικές γεύσεις, αντάξιες για βασιλικούς  ουρανίσκους.

Η γιαγιά έφερε μια μάλλινη κουβέρτα και την σκέπασε. Την μετέφερε στην κουζίνα και την έβαλε να ξαπλώσει στο ντιβάνι.

-Τι θα κάνεις γιαγιά;

-Γιατρικό θα σε κάμω γιαβρί μου, σαλέπι. Μόνο αυτό θα σου πάρει το κρύωμα και θα σταματήσει το βήχα σου.

Η κουζίνα ήταν ζεστή και στην αναμμένη σόμπα, άχνιζε ήδη η τσαγιέρα.

Η γιαγιά σκάλισε για λίγο τα ντουλάπια κι απίθωσε πάνω στο μεγάλο τραπέζι τα σύνεργα της, καθώς τα απαριθμούσε.

-Κανέλα, γάλα, λίγη πιπερόριζα, κομματάκι γαρύφαλλο και ζάχαρη. Καλέ, που έβαλα το σαλέπι; Α νάτο!

Πήρε με προσοχή την καυτή τσαγιέρα και έριξε το βραστό νερό σε μια τσίγκινη κανάτα,

Έβαλε μέσα τα γαρύφαλλα και μετά σούρωσε  το νερό. Ξαναέβαλε το νερό στην τσαγιέρα και έριξε μέσα το σαλέπι σε σκόνη. Ανακάτεψε για λίγη ώρα, με σταθερές κινήσεις κ μετά συμπλήρωσε με λίγο ζεστό γάλα. Αφού δοκίμασε το μείγμα, έριξε τρεις κουταλιές ζάχαρη κι ανακάτεψε ξανά. Γέμισε μια κούπα που είχε ζεστάνει πριν με μια καυτή πετσέτα και πασπάλισε με μπόλικη κανέλλα και λίγη τριμμένη πιπερόριζα.

-Έτοιμο το σαλέπι κόρη μου. Πιέστο όσο είναι ζεστό κι αύριο ο βήχας σου θα είναι παρελθόν.

Το σαλέπι μοσχοβολούσε όπως ο κόρφος της γιαγιάς και η καυτή ανάσα του έκανε τα βλέφαρα του κοριτσιού να κλείσουν.

Ρούφηξε αργά το μαγικό ρόφημα και σε κάθε γουλιά ανακάλυπτε κι μια κρυμμένη εικόνα από τις αναμνήσεις της γιαγιάς της.

Το μαγικό σαλέπι της γιαγιάς της ζέστανε τα σωθικά της και την νανούρισε σε έναν ήρεμο ύπνο, δίχως πόνο στο στήθος και βήχα και  τα όνειρα της είχαν μονάχα το άρωμα της κανέλλας και του γαρύφαλλου.

Σαλέπι Σαλονίκης